ακοίταχτος

ακοίταχτος
η , ο
1) непросмотренный; 2) не удостоенный внимания, оставленный без должного внимания;

αφήνει ακοίταχτα τα συμφέροντα του — он не думает о своих интересах;

3) не осмотренный (врачом)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ακοίταχτος" в других словарях:

  • ακοίταχτος — η, ο και ακοίταγος [κοιτάζω] 1. αυτός που δεν τόν κοίταξαν 2. αυτός που δεν τόν φρόντισαν, που δεν τόν πρόσεξαν 3. αυτός που δεν έτυχε ιατρικής περίθαλψης, που δεν εξετάστηκε από γιατρό …   Dictionary of Greek

  • ακοίταχτος — η, ο 1. αυτός που δεν παρατηρήθηκε, δε θεωρήθηκε: Στέλνει στο τυπογραφείο τα χειρόγραφά του ακοίταχτα. 2. αυτός που παραμελήθηκε: Μήνες τώρα τον έχουν αφήσει ακοίταχτο. 3. αυτός που δεν εξετάζεται από γιατρό: Άφησε τον εαυτό του ακοίταχτο και τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακύτταχτος — η, ο βλ. ορθ. ακοίταχτος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»